- Σαραπείον
- και Σαραπιεῑον και Σαράπειον και Σεράπειον και Σαράπιον και Σεραπεῑον και Σεράπιον, τὸ, Αναός τού Σαράπιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις / Σέραπις + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-είον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σεράπειον — και Σεραπεῑον, τὸ, Α βλ. Σαραπεῑον … Dictionary of Greek